Για χρυσό… βατόμουρο ο «ελληνικός» Μπέκετ του Netflix – Το φιλόδοξο όραμα βούλιαξε στο πρόχειρο σενάριο

Ο σκηνοθέτης Φερντινάντο Τσίτο Φιλομαρίνο προσπάθησε να αναπαραστήσει την Ελλάδα της κρίσης, αλλά το αποτέλεσμα δεν τον δικαίωσε – Πρωταγωνιστής σε αυτό το πολιτικό θρίλερ ο γιος του Ντένζελ Ουάσινγκτον, αλλά και η χώρα μας με τα άγρια τοπία της: από το Φαράγγι του Βίκου και τα Μετέωρα μέχρι τα υψίπεδα των Εξαρχείων

 
Σκηνές καταδίωξης σε όλη την ελληνική επικράτεια, Έλληνες ηθοποιοί να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό σε διεθνή συμπαραγωγή, καταξιωμένα ονόματα όπως του διάσημου πρωταγωνιστή του «Tenet» Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον (γιου του Ντένζελ Ουάσινγκτον), της βραβευμένης με Οσκαρ Αλίσια Βικάντερ (συζύγου του Μάικλ Φασμπέντερ) και της Βίκι Κριπς, την οποία θυμόμαστε να συμπρωταγωνιστεί στο πλευρό του Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην «Αόρατη κλωστή», όλα αυτά μοιάζουν ιδανικός συνδυασμός και η καλύτερη υπόσχεση για μια βραδιά διακοπών – πόσο μάλλον όταν προβάλλεται από μια πλατφόρμα όπως το Netflix. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν φάνηκε να λειτουργεί σωστά, αφού το σενάριο παραείναι απλοϊκό και η σκηνοθεσία μοιάζει τουλάχιστον αφελής: γιατί, πόσοι αλήθεια μπορούν να κυνηγούν να σκοτώσουν τον κεντρικό ήρωα Μπέκετ μόνο και μόνο επειδή έτυχε να συναντήσει τυχαία το απαχθέν ανίψι του ηγέτη του συνασπισμού της Αριστεράς (προφανής παραπομπή στον Αλέξη Τσίπρα) σε ένα απομακρυσμένο σπίτι έξω από τα Γιάννενα; Η απάντηση είναι: όλοι. Και αυτή είναι όλη κι όλη η κεντρική ιστορία.

Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μένει έξω απ’ αυτό το ανθρωποκυνηγητό που έχει στηθεί, σύμφωνα με το σενάριο, σε όλη την Ελλάδα, από το Μέτσοβο και την Καλαμπάκα μέχρι το κέντρο της Αθήνας, με σκοπό να πιαστεί, να βασανιστεί σαν να μην υπάρχει αύριο ή τέλος πάντων να δολοφονηθεί ο κεντρικός ήρωας με το όνομα Μπέκετ από αστυνομικούς, ακροδεξιούς φασίστες ακόμα και από υπαλλήλους της αμερικάνικης πρεσβείας που έχουν βάλει σκοπό να εξοντώσουν όχι μόνο τον αφελή ήρωα αλλά και όσους έσπευσαν άθελά τους να τον βοηθήσουν. Όλα ξεκινούν, σύμφωνα με το σενάριο που υπογράφει ο σκηνοθέτης της ταινίας Φερντινάντο Τσίτο Φιλομαρίνο από ένα ταξίδι του κεντρικού πρωταγωνιστή με την αγαπημένη του, την οποία υποδύεται η Αλίσια Βικάντερ, στο Μέτσοβο όπου δείχνουν να απολαμβάνουν τα τοπικά εδέσματα, ωραία κρασιά και τη ζεστασιά δίπλα στην ξυλόσομπα -μια καλή αφορμή για τον Φιλομαρίνο να αναδείξει το ατμοσφαιρικό τοπίο της περιοχής.

Μαζί με κάτι ακατάληπτα που αναμασούν για μαντείες και χρησμούς προαλείφοντας την άδική τους μοίρα, οι δύο πρωταγωνιστές παίρνουν την απόφαση να επισκεφθούν αργά το βράδυ μια χαρτορίχτρα, μάντισσα ή κάτι παρόμοιο κάπου στην Εγνατία (μα χαρτορίχτρα στην Εγνατία;) – μόνο που δεν υπολογίζουν την κούρασή τους. Η Αλίσια Βικάντερ, που καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να πείσει ως μελλοθάνατη ερωτευμένη, κοιμάται στο κάθισμα και λίγο αργότερα παίρνει ο ύπνος και τον αγαπημένο της στο τιμόνι. Το αυτοκίνητο πέφτει στον γκρεμό και προσγειώνεται ανάποδα μέσα σε ένα ερειπωμένο σπίτι, με τον οδηγό του να βγαίνει σχεδόν σώος και αβλαβής! Μέσα στην παραζάλη του έχει μάλιστα την αίσθηση ότι βλέπει ένα κοκκινομάλλικο πιτσιρίκι να περνάει από μπροστά του για άγνωστο λόγο. Μετά την κατάθεση που δίνει στην Ασφάλεια περιγράφοντας την παράξενη αυτή εμπειρία, ο καλόβολος αρχικά αστυνομικός -τον οποίο ερμηνεύει ο δικός μας Πάνος Κορώνης- που τον ανακρίνει μετατρέπεται εξαίφνης σε μανιασμένο δαίμονα που πυροβολεί αφηνιασμένα τον ατυχή Μπέκετ.

 
Παρότι τον πετυχαίνει τελικά στο μπράτσο, εκείνος δεν μασάει, γλυτώνει και κρύβεται σε διαφορετικά μέρη: αρχικά σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό στο Τσεπέλοβο, κατόπιν σε κάτι σπίτια κυνηγών στο Μέτσοβο και αργότερα σε ένα σπίτι ενός μελισσοκόμου, κυνηγημένος από τον κακό αστυνομικό που βρίσκεται, κατά παράξενο τρόπο, παντού. Παρότι φαίνεται να έχει διαμπερές τραύμα από σφαίρες, αυτό δεν φαίνεται να του δημιουργεί και μεγάλο πρόβλημα, καθώς μπορεί και πηδάει φαράγγια και ποτάμια φτάνοντας μέχρι τον σταθμό της Καλαμπάκας με σκοπό την κατεύθυνση προς Αθήνα. Γιατί και πώς βρέθηκε στα Μετέωρα από το Φαράγγι του Βίκου και ξαφνικά στην Καλαμπάκα, αυτό είναι κάτι που το ξέρει μόνο το κάπως μπερδεμένο μυαλό του σεναριογράφου που φαίνεται να προσαρμόζει τις ανάγκες της προχειροφτιαγμένης ιστορίας του στα διάφορα ελληνικά τοπία, ποντάροντας στο ότι οι ατυχείς θεατές του εξωτερικού δεν έχουν ιδέα από ελληνική γεωγραφία. Από τα φαράγγια και τη γέφυρα του Ρίου – Αντίρριου που πρωταγωνιστούν σε διπλανά ακριβώς πλάνα, όλα δείχνουν ότι ο σκηνοθέτης σκοπό έχει απλώς να δείξει εικόνες που εξάπτουν την περιέργειά του και ταιριάζουν στον φακό της κάμερας του ασχέτως αληθοφάνειας σεναρίου.

Από το Μέτσοβο στην καρδιά της Κυψέλης

Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Φιλομαρίνο για κακές προτάσεις, αφού στόχος του είναι να φέρει την Ελλάδα σε πρώτο πλάνο δίνοντας, μάλιστα, πρωταγωνιστικό ρόλο στη χώρα μας και τους ανθρώπους της, ενώ δείχνει προφανώς να γοητεύεται τόσο από τα άγρια τοπία της Ηπείρου όσο και από τις άγριες γειτονιές της Αθήνας, αλλά και από τα υψίπεδα των Εξαρχείων και της Κυψέλης.

Οι άνθρωποι της Ελλάδας μπαίνουν για τα καλά στο μικροσκόπιό του, όπως και η πρόσφατη Ιστορία της χώρας μας που πέρασε δύσκολα τον καιρό της κρίσης – μόνο που ο υπερτονισμός των αγαθών ακτιβιστών, ειδικά τώρα, εκ των υστέρων, σε αντίθεση με τους κακούς αστυνομικούς που κυκλοφορούν με πιστόλια και μαχαίρια μοιάζει τουλάχιστον απλοϊκός. Θυμίζει στην καλύτερη των περιπτώσεων αστεία εκδοχή παλιομοδίτικου γουέστερν με πρωταγωνιστές τους αγαθούς

Έλληνες διαδηλωτές vs των κακών αστυνομικών. Ειδικά η κεντρική βάση του σεναρίου που θέλει τον ηγέτη του αριστερού συνασπισμού, που υποδύεται ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, να έχει πέσει θύμα μιας ακροδεξιάς πλεκτάνης αστυνομικών μαζί και Αμερικανών πρακτόρων, μοιάζει πραγματικά τραβηγμένη από τα μαλλιά παραπέμποντας σε άλλες, χουντικές εποχές της Ελλάδας. Σε κανένα σημείο δεν εξηγείται γιατί θέλουν όλοι τόσο να σκοτώσουν τον Μπέκετ μόνο και μόνο επειδή έτυχε να πέσει τυχαία πάνω στον απαχθέντα ανιψιό του αριστερού ηγέτη σε κάποιο σπίτι έξω από τα Γιάννενα, ενώ υποτίθεται ήταν βαριά τραυματισμένος. Όσο και αν προσπαθεί ο Ουάσινγκτον να δώσει μια πειστική εκδοχή στην ερμηνεία του, είναι τουλάχιστον αστείο να τον βλέπεις να πηδάει αιμόφυρτος τους γκρεμούς στο Φαράγγι του Βίκου ή να τρέχει στις ανηφόρες της Κυψέλης, τις οποίες δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να ανέβεις ούτε καν με μια σακούλα ψώνια. Οσο και αν τιμάει τη χώρα μας να φαίνονται σε πρώτο πλάνο το πάρκινγκ της Δροσοπούλου στην Κυψέλη, τα στενά των Εξαρχείων και της Ομόνοιας, είναι κάπως κωμικοτραγικό να συνδέονται όλα αυτά αποκλειστικά με τα ακραία επεισόδια τον καιρό της Αθήνας της κρίσης. Οσοι θυμούνται πριν από δυο χρόνια το Σύνταγμα να κλείνει για τα γυρίσματα του «Μπέκετ» τώρα καταλαβαίνουν ακριβώς το γιατί.

Εξ ου και ότι η πρόθεση του σκηνοθέτη, βοηθού του Γκουαντανίνο στο εξαιρετικό «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» και «Suspiria», να γυρίσει ένα πολιτικό θρίλερ αλά Αλαν Πάκουλα με χιτσκοκικά στοιχεία στην Ελλάδα της κρίσης δείχνει μάλλον να πέφτει στο κενό. Προφανώς ήταν καλή ιδέα να συνδεθεί το σκληρό σενάριο με τις πιο άγριες και νεορεαλιστικές όψεις της Αθήνας, αλλά με ένα αφελές σενάριο και μια πρόχειρη σκηνοθεσία δεν φτάνεις ούτε καν τα πιο αφελώς στημένα πλάνα του τελευταίου ατυχούς «Μπορν». Ακολουθώντας, εν ολίγοις, τη μοίρα που θέλει τις ταινίες που εμπνέονται από τα περιπετειώδη επεισόδια της Ελλάδας της κρίσης να ατυχούν σκηνοθετικά και δραματικά, ο πολλά υποσχόμενος «Μπέκετ» δεν δείχνει να αποτελεί εξαίρεση. Οπως και η αντίστοιχη ταινία του Κώστα Γαβρά που προσπαθεί μάταια να προσαρμόσει πραγματικά γεγονότα στις ακρότητες του σεναρίου, έτσι και ο Μπέκετ βουλιάζει από νωρίς στις καλές προθέσεις του.

Ειδικά οι σκηνές δράσης μοιάζουν να έχουν γυριστεί στον αυτόματο, με τον πρωταγωνιστή να τρέχει προς διαφορετικές κατευθύνσεις χωρίς κανένα λόγο – και κυρίως χωρίς σκοπό. Μοναδικός του στόχος είναι να επικοινωνήσει με την αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα, παρότι έχει ενδείξεις ότι δεν διάκεινται ούτε αυτοί φιλικά απέναντί του. Βέβαια, ο ταλαντούχος γιος του Ντένζελ Ουάσινγκτον, που όλοι είχαμε θαυμάσει στο «Tenet» του Νόλαν, καταβάλλει κάθε φιλότιμη προσπάθεια να φανεί πειστικός, ενώ δείχνει να συνεργάζεται άψογα με τους Ελληνες ηθοποιούς που η αλήθεια είναι ότι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους: από τον πειστικό «Χρυσαυγίτη» Μάκη Παπαδημητρίου, ο οποίος επιτίθεται στον «Μπέκετ» στον σταθμό της Ομόνοιας, έως τον επίσης εξαιρετικό στον ρόλο του κακού αστυνομικού Πάνο Κορώνη, την αγριεμένη ακροδεξιά Λένα Κιτσοπούλου ή τον αριστερό ηγέτη Καρρά (aka Τσίπρα) Γιώργο Πυρπασόπουλο. Παρά τις παραφωνίες και τα μπαλώματα ενός ολοφάνερα πρόχειρου σεναρίου η ταινία δεν έχει ακόμα επίσημα εισπράξει κακές κριτικές στο εξωτερικό είτε από άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας, είτε γιατί τα διάφορα φεστιβάλ έχουν ανταποκριθεί μέχρι στιγμής θετικά και είναι έτοιμα να υποδεχτούν τη νέα δημιουργία του αγαπημένου τέκνου του Φεστιβάλ του Λοκάρνο, Ιταλού Φιλομαρίνο. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την εξαίσια, υποβλητική μουσική του Ρουίτσι Σακαμότο, τότε κάτι μπορεί να σωθεί από την καταστροφική εκδοχή της προβολής της χώρας μας σε μια ταινία που θα συνοδεύεται από ένα στα πέντε αστεράκια.

O Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον με την Αλίσια Βικάντερ

Μέχρι στιγμής πάντως οι ξένοι κριτικοί, σε αντίθεση με τους Ελληνες, δείχνουν να γοητεύονται από την άγνωστη τοπογραφία της Ελλάδος φιλοξενώντας αφιερώματα για το παράδοξο, διαφορετικό οπτικό όραμα του σκηνοθέτη. «Στόχος του ήταν να εξερευνήσει τη συναισθηματική, εσωτερική διάσταση της περιπέτειας», γράφει, για παράδειγμα, το Entertainment το οποίο φιλοξενεί τις σχετικές δηλώσεις του Φιλομαρίνο ο οποίος υποστηρίζει πως «δεν πρόκειται για μια παν-οπτική αφήγηση ή για ένα παιχνίδι σκάκι με πολλούς παίκτες, αλλά για τη δραματική εμπειρία ενός άνδρα, ο οποίος δεν είχε καμία όρεξη να εμπλακεί σε θρίλερ. Βρίσκεται μπλεγμένος εντελώς άθελά του σε ένα θρίλερ», κάτι που σίγουρα φαίνεται από το διαρκώς σαστισμένο ύφος του Ουάσινγκτον, ο οποίος δείχνει, εν προκειμένω, να επιβεβαιώνει το όνομά του, δηλαδή αυτό που ταυτίζεται με τον δραματουργό του παραλόγου Σάμιουελ Μπέκετ, αφού βιώνει απόλυτα το παράλογο στο πετσί του. Ο ίδιος πάντως ο ηθοποιός μόνο καλά λόγια έχει να πει στις προωθητικές συνεντεύξεις για τη συμμετοχή του στην ταινία, για την εξαιρετική εμπειρία του από τα ταξίδια στην Ελλάδα με αφορμή τα γυρίσματα, στα οποία μάλιστα συνοδευόταν από τον διάσημο πατέρα του, και για τους φιλόξενους κατοίκους δίνοντας παράλληλα την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει στη χώρα μας για διακοπές. Όταν τον ρωτάνε τι θα θυμάται για πάντα από την Ελλάδα, εκτός από τις λίγες ελληνικές λέξεις που ακόμα τσιτάρει, όπως «σπανακόπιτα», δεν ξεχνάει να αναφέρει τα αξέχαστα βράδια με τσίπουρο στα διάφορα χωριά του Μετσόβου.

Μπορεί, λοιπόν, μέχρι στιγμής όλοι να μας γνωρίζουν για τα ελληνικά νησιά, καιρός να μας μάθουν για τα βουνά και τα λαγκάδια, το Μέτσοβο αλλά και την εξωτική Κυψέλη. Πρωταγωνιστούν, άλλωστε, ως πλάνο σε όλες τις αφίσες της ταινίας – πρώτη φορά σε διεθνή παραγωγή και ταινία στην οποία δεν αναφέρεται το όνομα Γιώργος Λάνθιμος.

Πηγή: protothema.gr

Προηγούμενο άρθροΤο πρόγραμμα των rapid test στη Λάρισα για σήμερα Τετάρτη 25 Αυγούστου
Επόμενο άρθροΙωάννα Μαλέσκου: Ο νέος της σύντροφος είναι εκπαιδευτής σκύλων